konfiszieren - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

konfiszieren - translation to Αγγλικά


konfiszieren      
confiscate, take away, seize (property, money, etc.)
confiscated      
adj. beschlagnahmt, konfisziert
confiscated property      
beschlagnahmtes Eigentum, konfiszierter Besitz
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για konfiszieren
1. Daneben wollte die Polizei den Laptop des Vaters konfiszieren.
2. Den, so wird gemunkelt, hat die Mächtige einfach konfiszieren lassen.
3. Schließlich muss es leichter werden, illegal erworbenes Vermögen von Verbrechensorganisationen generell zu beschlagnahmen und nach Verurteilungen auch zu konfiszieren.
4. Noch der blutsaugendste diktatorische Staat muß es sich dreimal überlegen, wieviel Eigentumsanteile seiner leistungsfähigen Bürger er konfiszieren will.
5. Telefone abhören, mafioses Vermögen beschlagnahmen oder Schmuggelgut konfiszieren ist daher in Italien für Polizisten und Staatsanwälte sehr viel einfacher als in Deutschland.